- ἀχνάζω
- ἀχνάζω, [dialect] Aeol. [full] ἀχνάσδημι, ([etym.] ἄχος)A to be miserable, Alc.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχνάζω — ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α) είμαι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι … Dictionary of Greek
ἀχνάζει — ἀχνάζω to be miserable pres ind mp 2nd sg ἀχνάζω to be miserable pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαχνᾶς — ἀπαχνᾶ̱ς , ἀπό ἀχνάζω to be miserable fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)